Της Χριστίνας Σ. Φλάσκου*
Τον τελευταίο καιρό
παρατηρείται μια έντονη προσπάθεια εκ μέρους της Τουρκίας για σύσφιξη των
σχέσεων με Αραβικές χώρες όπως π.χ. η Λιβύη και η Αίγυπτος ̇ χώρες που κατά
συμπτωματικό τρόπο παίζουν σημαντικό ρόλο για την οριοθέτηση και της ελληνικής
ΑΟΖ.
Η διαφαινόμενη βελτίωση των
τουρκο-αιγυπτιακών σχέσεων με την ενίσχυση της συνεργασίας στον οικονομικό,
στρατιωτικό, τουριστικό τομέα έχουν οδηγήσει και σε αντίστοιχες δηλώσεις,
συμβολικές του καλού κλίματος που επικρατεί. Μια τέτοιου είδους δήλωση είναι
και εκείνη του Τούρκου Πρέσβη στο Κάιρο, Huseyin Avni Botsali, ο οποίος υποστήριξε ότι «η
Τουρκία και η Αίγυπτος δεν ήταν "αντίπαλες"
χώρες αλλά "εταίροι" στη
Μεσανατολική πολιτική»[1].
Παρόμοιες κινήσεις
παρατηρούνται και στις τουρκο-λιβυκές σχέσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση
φαίνεται ότι η Τουρκία καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια για να τονίσει την
υποστήριξή της προς τους αντικαθεστωτικούς και να ανατρέψει τις πιθανές
αρνητικές συνέπειες από τις αρχικές αντιδράσεις της, όπως π.χ. στην υπ’ αριθμ’
1973 απόφαση του ΟΗΕ περί απαγόρευσης πτήσεων πάνω από τη Λιβύη. Μια, άλλωστε,
από τις πιο πρόσφατες διπλωματικές κινήσεις της Τουρκίας είναι η επίσκεψη του
Τούρκου Υπουργού Ενέργειας και Φυσικών Πόρων, Taner Yildiz, στη Λιβύη (6/1/2013), με επίκεντρο της
ατζέντας τα ενεργειακά ζητήματα. Η πιθανή εκ νέου επίσκεψή του στη Λιβύη τον
ερχόμενο μήνα αλλά και οι αναφορές του περί τουρκικής συνεισφοράς στην
πολιτικοκοινωνική ομαλοποίηση της Λιβύης, καθώς και η περαιτέρω εκπαίδευση
Λίβυων τεχνικών και μηχανικών από την Τουρκία[2], καταδεικνύουν με
σαφέστατο τρόπο τους τουρκικούς σκοπούς.
Ίσως, λοιπόν, να μπορεί να
ειπωθεί ότι η Τουρκία δράττεται της ευκαιρίας που της αφήνει το διαφαινόμενο
κενό της ελληνικής διπλωματίας προς τις χώρες αυτές, έτσι ώστε να το
υπερκαλύψει με δυναμικό τρόπο. Η πρόσφατη έντονη φιλολογία γύρω από την ΑΟΖ, οι
ποικίλες δηλώσεις και συζητήσεις αλλά και οι διαρρεύσεις εκ μέρους της
ελληνικής πλευράς το μόνο που προκαλούν είναι την άμεση αντίδραση της Τουρκίας.
Σ’ αυτό, άλλωστε, το σημείο ίσως να πρέπει να τεθούν ορισμένα ερωτήματα. Μήπως
η τουρκική διπλωματία προς αυτές τις χώρες έχει ως βαθύτερο σκοπό την
παρεμπόδιση οριοθέτησης της ελληνικής ΑΟΖ ; Μήπως η πιθανή αρνητική στάση αυτών
των χωρών και η μη συμφωνία με την Ελλάδα εξυπηρετεί τα τουρκικά συμφέροντα και
ενισχύει το τουρκικό οπλοστάσιο επιχειρημάτων; Μήπως μέσα από αυτή την
παρεμπόδιση η Τουρκία "αγοράζει"
χρόνο προκειμένου να προωθήσει τις αβάσιμες διεκδικήσεις της στερώντας,
παράλληλα, από την Ελλάδα την ευκαιρία για οριοθέτηση και αξιοποίηση της ΑΟΖ ; Μήπως,
επίσης, οι απειλές που εκσφενδόνισε η Τουρκία τόσο δια στόματος Ahmet Davutoglu όσο
και Taner
Yildiz
έχουν σχέση με την εσωτερική κατανάλωση προκειμένου να αποσιωπηθούν οι
εσωτερικές αντιδράσεις ή και να εξισορροπηθεί η διπλωματική τους ήττα από την
οριοθέτηση της Κυπριακής ΑΟΖ ;
Όλα τα ανωτέρω, άλλωστε,
λαμβάνουν χώρα σε μια δύσκολη για την Ελλάδα περίοδο. Η ύπαρξη αποδυναμωμένων
παραγόντων ισχύος, όπως αυτών της οικονομίας και της στρατιωτικής ισχύος, καθώς
και η μακροχρόνια γλωσσική, ιστορική, πολιτισμική, αξιακή και θεσμική αποδόμηση
μιας χώρας συνιστούν τρωτά σημεία, όχι μόνο για το διεθνή της ρόλο και τη
διαπραγματευτική της ικανότητα, αλλά και για την αναζωπύρωση ξένων διεκδικήσεων
εις βάρος των κυριαρχικών της δικαιωμάτων.
Βέβαια, είναι δεδομένο ότι η
άσκηση του δικαιώματος που παρέχεται από το Δίκαιο της Θάλασσας για οριοθέτηση
της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ συνιστά ευκαιρία και πρόκληση. Το μόνο
σίγουρο είναι ότι η Τουρκική πλευρά θα προσπαθήσει με κάθε μέσο και τρόπο να
καρπωθεί μεγαλύτερο κομμάτι της πίττας από αυτό που της αναλογεί.
Συμπερασματικά, το "ανήκουμε
στη
Δύση" και
το ότι είναι προς το συμφέρον της Ελλάδος η περαιτέρω προώθηση των φιλικών
σχέσεών της με το Ισραήλ, δεν πρέπει να συνεπάγεται τη συστηματική αποφυγή
προσέγγισης άλλων Μεγάλων Δυνάμεων, καθώς και την απομάκρυνσή της από
παραδοσιακά φιλικές χώρες, όπως οι Αραβικές. Επομένως, εκτιμάται ότι ο
επαναπροσδιορισμός της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε πολύπλευρη ίσως να
συνιστά την καλύτερη μέθοδο αναχαίτισης της δυναμικής και μεθοδικής τουρκικής
εξωτερικής πολιτικής.
*Η Χριστίνα
Σ. Φλάσκου είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού Τίτλου Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών
του Παντείου Πανεπιστημίου, με ειδίκευση στις Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές
Σπουδές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου